- καισαριαστής
- καισαριαστής, ὁ (Α)στον πληθ. οἱ καισαριασταίλατρευτικός θίασος τού Καίσαρος κατά την εποχή τής θεοποίησης τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ανάλογος προς τους τραϊνησίους, τους ατταλιαστές κ.ά.[ΕΤΥΜΟΛ. < καίσαρ κατά τα δημητρ-ιαστής, διονυσ-ιαστής].
Dictionary of Greek. 2013.